Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καὶ ἀνδρεῖος ὤν

См. также в других словарях:

  • ανδρείος — α, ο (ΜΑ ἀνδρεῑος, εία, ον) γενναίος, θαρραλέος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ανδρείο(ν) βοτ. ο ανδρώνας τού άνθους αρχ. 1. αυτός που ταιριάζει σε άνδρα, ανδρικός 2. ισχυρογνώμων 3. (για πράγμ.) ισχυρός, ζωηρός, έντονος 4. το ουδ. ως ουσ. α) εν. η… …   Dictionary of Greek

  • γενναίος — α, ο (AM γενναῑος, α, ον, Α και ος, ον) μεγαλόψυχος, ανδρείος νεοελλ. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή») μσν. (για βάδισμα) γρήγορος αρχ. 1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του 2. ο υψηλής… …   Dictionary of Greek

  • λεβέντης — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 12 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 28 χλμ. ΒΑ της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλησπόντου. II Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών. 1. Γεώργιος (Καρακοβούνι… …   Dictionary of Greek

  • Τζένο — (Zeno). Ευγενής βενετικός οίκος, του οποίου πολλά μέλη απέκτησαν σημαντικά αξιώματα την εποχή της φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Από αυτούς, των οποίων το όνομα εξελληνίστηκε σε Τζένος ή Ζένος, γνωστότεροι είναι: 1. Μαρίνος. Μετά τον θάνατο του δόγη… …   Dictionary of Greek

  • Προυσίας — Όνομα 2 βασιλιάδων της Βιθυνίας. 1. Π. A’ (236 – 180 π.Χ.). Σε νεαρή ηλικία διαδέχτηκε τον πατέρα του Ζήλα. Υπήρξε ηγεμόνας συνετός και ανδρείος και στις ημέρες του η Βιθυνία έφτασε σε μεγάλη ακμή. Ο Π. νίκησε τον βασιλιά της Περγάμου Άτταλο A’… …   Dictionary of Greek

  • Καναβός, Νικόλαος — (; – 1204). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1204). Καταγόταν από φτωχή οικογένεια, αλλά ήταν τολμηρός και ανδρείος. Διακρίθηκε κατά την άμυνα της Κωνσταντινούπολης εναντίον των Σταυροφόρων της Δ’ Σταυροφορίας το 1203. Γι’ αυτό και τον επόμενο χρόνο ο …   Dictionary of Greek

  • θεόφοβος — (; – 842). Βυζαντινός στρατηγός που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Για την καταγωγή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, ωστόσο, κατά την άποψη άγνωστου χρονογράφου, η μητέρα του ήταν φτωχή και άσημη και ο πατέρας του Πέρσης… …   Dictionary of Greek

  • Ζρίνι, Μίκλος — (Miklos Zrinyi, Όζαλι 1620 – Τσάκοβακ 1664). Ούγγρος ποιητής και στρατιωτικός, κροατικής καταγωγής. Σπούδασε στην Ιταλία και εξοικειώθηκε με τα κλασικά κείμενα, από τον Όμηρο και τον Βιργίλιο έως τον Αριόστο, τον Μακιαβέλι και τον Τάσο. Γενναίος… …   Dictionary of Greek

  • πανευγενής — ές, Μ 1. εξαιρετικά ευγενής, αυτός που έχει πολύ υψηλή καταγωγή («ἦν τῶν Ἑλλήνων βασιλεύς, πανευγενής καὶ ἀνδρείος», Διήγ. Αχιλλ.) 2. (στον υπερθ.) πανευαγέστατος τιμητική προσφώνηση άρχοντα («καὶ πανευγενεστάτῳ τῆς κραταιᾱς τῷ ἑρμηνεῑ...… …   Dictionary of Greek

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • γυναικείος — και γυναικείος, α, ο (AM γυναικείος, α, ον Α και γυναικήιος, η, ον Μ και γυναικείος, α, ον) Ι. 1. αυτός που ανήκει σε γυναίκα ή προορίζεται γι αυτήν 2. αυτός που ταιριάζει σε γυναίκα αρχ. θηλυπρεπής II. (το θηλ. εν. ως ουσ.) ἡ γυναικηΐη αρχ. ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»