-
1 σύντονος
σύντονος, gespannt, angespannt, angestrengt, συντόνῳ χερὶ λύει τὸν αὑτῆς πέπλον, Soph. Trach. 919; συντόνοις δραμήμασιν, Eur. Bacch. 1089; daher kräftig, stark, in hohem Grade vorhanden, von Menschen, καὶ ἀνδρεῖος ὤν, Plat. Conv. 203 d; und bes. Leidenschaften, ὀργαί, Tim. Locr. 102 e; δείματα, 104 c; ἔρωτες, Legg. V, 734 a; συντο-νώτεραι Μουσῶν, Ggstz der μαλακώτεραι, Soph. 242 e; auch adv., συντόνως πρὸς τὸν ϑεὸν βλέπειν, Phaedr. 253 a; ζῆν, streng leben, Rep. X, 619 b; μοῠσα, im Ggstz von ἀνειμένη, Pratin. bei Ath. XIV, 624 f; πορεία, ein angestrengter Eilmarsch, Pol. 5, 47, 4, u. ähnlich ἐχρῆτο τῇ πορείᾳ συντόνως, 8, 28, 4; – übereinstimmend, σύντονα τοῖς σοῖς γράμμασιν, Eur. I. A. 118.
-
2 ληματιάω
ληματιάω, willenskräftig, entschlossen sein, ληματιᾷς καὶ ἀνδρεῖος εἶ, Ar. Ran. 494, wo der Schol. aber auch ληματίας als Lesart anführt.
-
3 αὐλός
αὐλός (ἄω, αὔω), ὁ, 1) jedes Blaseinstrument, bes. die Flöte, theils von Rohr u. Holz, theils von Knochen u. Metall, von unserer Flöte sowohl durch das eingesetzte Mundstück ( γλωσσίς), als durch den stärkeren, tieferen Ton verschieden; Il. 10, 13. 18, 495; H. h. Merc. 451. Es gab bei den verschiedenen griechischen Stämmen verschiedene Flöten; Her. unterscheidet γυναικεῖος καὶ ἀνδρεῖος, 1, 17; Pind. spricht von βοή u. καναχὴ αὐλῶν, Ol. 3, 8 P. 10, 39; καλλιβόας Soph. Ir. 658; βαρύβρομος Eur. Hel. 1367; ἐριβρεμέτης Archi. 4 (VI, 195); Ἐνυαλίου, die Trompete, Tymn. 1 (VI, 157). Man sagte πρὸς αὐλὸν ὀρχεῖσϑαι, λέγειν, Xen., wie ὑπ' αὐλοῦ, Her., ὑπὸ τὸν αὐλόν, Xen., s. die Präpos. – 2) jede Röhre, röhrenartiger Körper, nach Ath. V, 189 c πᾶν τὸ διατεταμένον εἰς εὐϑύτητα σχῆμα. ὥσπερ τὸ στάδιον, wie Lycophr. 40; ἐγκέφαλος παρ' αὐλὸν ἀνέδραμεν Il. 17, 297, das Gehirn spritzte neben der Röhre des Speers heraus. Andere erkl. röhrenweis, d. i. stromweis, wie Od. 22, 18 αὐλὸς παχύς ein dicker Blutstrom ist; Poll. 5, 20 αὐλός, τῆς λόγχης τὸ περὶ τὸ ξύλον; Eusth. ἡ ὀπὴ τῆς αἰχμῆς, ᾗ τὸ ξύλον ἐμβάλλεται; Od. 19, 227 περόνη τέτυκτο αὐλοῖσιν διδύμοισι, mit doppelten Röhren, die Löcher, in welche die Haken eingreifen. Bei Arist. H. A. die Röhren, wodurch der Wallfisch das Wasser ausstößt; ποδῶν, Röhrknochen, Opp. Cyn. 1, 189. – 3) ein Fisch.
-
4 θρασύς
θρασύς, εῖα, ύ, fem. ϑρασέα Philem. in B. A. 99, 24, kühn, tapfer; bei Hom. Beiwort mehrerer Helden, wie Hektor, Il. 8, 89; ϑρασὺς πόλεμος 6, 254. 10, 28 Od. 4, 146; ϑρασειάων ἀπὸ χειρῶν Il. 17, 662, öfter; σϑένος, καρδία, Pind. N. 5, 39 P. 10, 44; ἔργα N. 10, 3; κύνες I. 1, 13; ἐλπίς Thuc. 7, 77; ἐν τῷ ἔργῳ ϑρ. Her. 7, 49; Aesch. Ἄρη ἐμφύλιόν τε καὶ πρὸς ἀλλήλους ϑρασύν, Eum. 825, öfter; im tadelnden Sinne, wie öfter bei den Folgdn, frech, φϑογγῇ δ' ἑπέσϑω πρῶτα μὲν τὸ μὴ ϑρασύ Suppl. 194; ἄνδρα γλώσσῃ ϑρασύν Soph. Ai. 1121; ἔν τινι 1294; κακοὺς ὄντας πρὸς αἰχμήν, ἐν δὲ τοῖς λόγοις ϑρασεῖς Phil. 1291, öfter, vgl. El. 511. 1438; Phil. 106 οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προςμῖξαι ϑρασύ, gefahrlos, sicher; μάταιος, ἀνομίᾳ ϑρασύς Eur. I. T. 275; Ar. Equ. 181 πονηρὸς εἶ καὶ ϑρασύς; Plat. vrbdí οἱ ϑρασεῖς καὶ οἱ μαινόμενοι, Prot. 360 b, u. ϑρ. καὶ ἄδικοι καὶ ὑβρισταί, Legg. I, 630 b; vgl. noch Lach. 197 b, wo es neben ἀνδρεῖος steht; noch mehr tadelnd, neben φϑορεὺς τῶν νέων, D. L. 4, 40; Arist. eth. 2, 7 erkl. ὁ ἐν τῷ ϑαῤῥεῖν ὑπερβεβηκώς. Vgl. übrigens ϑράσος. – Adv., ϑρασέως Ar. Vesp. 1031, ϑρασύτερον Thuc. 8, 103, ϑρασύτατα D. Sic. 17, 44.
-
5 θαρσαλέος
θαρσαλέος, ion. u. altatt., später von Plat. an ϑαῤῥαλέος, gutes Muthes, getrost, kühn; πολεμιστής, Il. 21, 589 u. öfter; ϑαρσαλέος γὰρ ἀνὴρ ἐν πᾶσιν ἀμείνων ἔργοισιν Od. 7, 51; ϑαρσ. καὶ ἀναιδής ἐσσι προΐκτης 17, 449, frech, wie ϑαρσαλέη, κύον ἀδδεές 19, 91; ϑαρσαλέοι καὶ τλήμονες, getrost aushaltend, Il. 21, 430; ϑαρσ. ἦτορ 19, 169; φωνή Pind. N. 9, 49; ϑαρσαλέαι ἐλπίδες, kühne Hoffnungen, Aesch. Prom. 534; in Prosa, τίνες ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν ϑαῤῥαλέοι εἰσίν Plat. Prot. 350 a; mit ἀνδρεῖος verglichen ib. 349 e; Lach. 182 c; ϑαῤῥαλέοι καὶ ϑρασεῖς Legg. I, 649 c. – Τὸ ϑαῤῥαλέον, das, woran man sich wagen kann, dem man sich ohne Furcht unterziehen kann, Plat. Prot. 359 c, im Ggstz v. δεινός, vgl. Lach. 195 b ff.; τἀληϑῆ εἰδότα λέγε ἀσφαλὲς καὶ ϑαῤῥαλέον Rep. V, 450 e; ἐν τῷ ϑαῤῥαλέῳ εἶναι Lys. 12, 49, in Sicherheit sein; vgl. Thuc. 2, 51. – Adv., ϑαῤῥαλέως ἔχειν πρὸς ϑάνατον, gutes Muthes sein, Plat. Apol. 34 e, εἰπεῖν u. ä., öfter, wie Sp.
-
6 ἴτης
ἴτης, ὁ (εἶμι, vgl. ἰταμός), der dreist, keck auf Etwas losgeht, auch tadelnd, frech, unverschämt, Ar. Nubb. 445, neben ϑρασύς, τολμηρός, Schol. ἀναιδής. Bei Plat. neben ἀνδρεῖος καὶ σύντονος, Conv. 203 d, vgl. Prot. 349 e; Sp., D. Cass. 55, 18 ἴτης καὶ πολυπράγμων.
См. также в других словарях:
ανδρείος — α, ο (ΜΑ ἀνδρεῑος, εία, ον) γενναίος, θαρραλέος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ανδρείο(ν) βοτ. ο ανδρώνας τού άνθους αρχ. 1. αυτός που ταιριάζει σε άνδρα, ανδρικός 2. ισχυρογνώμων 3. (για πράγμ.) ισχυρός, ζωηρός, έντονος 4. το ουδ. ως ουσ. α) εν. η… … Dictionary of Greek
γενναίος — α, ο (AM γενναῑος, α, ον, Α και ος, ον) μεγαλόψυχος, ανδρείος νεοελλ. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή») μσν. (για βάδισμα) γρήγορος αρχ. 1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του 2. ο υψηλής… … Dictionary of Greek
λεβέντης — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 12 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 28 χλμ. ΒΑ της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλησπόντου. II Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών. 1. Γεώργιος (Καρακοβούνι… … Dictionary of Greek
Τζένο — (Zeno). Ευγενής βενετικός οίκος, του οποίου πολλά μέλη απέκτησαν σημαντικά αξιώματα την εποχή της φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Από αυτούς, των οποίων το όνομα εξελληνίστηκε σε Τζένος ή Ζένος, γνωστότεροι είναι: 1. Μαρίνος. Μετά τον θάνατο του δόγη… … Dictionary of Greek
Προυσίας — Όνομα 2 βασιλιάδων της Βιθυνίας. 1. Π. A’ (236 – 180 π.Χ.). Σε νεαρή ηλικία διαδέχτηκε τον πατέρα του Ζήλα. Υπήρξε ηγεμόνας συνετός και ανδρείος και στις ημέρες του η Βιθυνία έφτασε σε μεγάλη ακμή. Ο Π. νίκησε τον βασιλιά της Περγάμου Άτταλο A’… … Dictionary of Greek
Καναβός, Νικόλαος — (; – 1204). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1204). Καταγόταν από φτωχή οικογένεια, αλλά ήταν τολμηρός και ανδρείος. Διακρίθηκε κατά την άμυνα της Κωνσταντινούπολης εναντίον των Σταυροφόρων της Δ’ Σταυροφορίας το 1203. Γι’ αυτό και τον επόμενο χρόνο ο … Dictionary of Greek
θεόφοβος — (; – 842). Βυζαντινός στρατηγός που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Για την καταγωγή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, ωστόσο, κατά την άποψη άγνωστου χρονογράφου, η μητέρα του ήταν φτωχή και άσημη και ο πατέρας του Πέρσης… … Dictionary of Greek
Ζρίνι, Μίκλος — (Miklos Zrinyi, Όζαλι 1620 – Τσάκοβακ 1664). Ούγγρος ποιητής και στρατιωτικός, κροατικής καταγωγής. Σπούδασε στην Ιταλία και εξοικειώθηκε με τα κλασικά κείμενα, από τον Όμηρο και τον Βιργίλιο έως τον Αριόστο, τον Μακιαβέλι και τον Τάσο. Γενναίος… … Dictionary of Greek
πανευγενής — ές, Μ 1. εξαιρετικά ευγενής, αυτός που έχει πολύ υψηλή καταγωγή («ἦν τῶν Ἑλλήνων βασιλεύς, πανευγενής καὶ ἀνδρείος», Διήγ. Αχιλλ.) 2. (στον υπερθ.) πανευαγέστατος τιμητική προσφώνηση άρχοντα («καὶ πανευγενεστάτῳ τῆς κραταιᾱς τῷ ἑρμηνεῑ...… … Dictionary of Greek
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
γυναικείος — και γυναικείος, α, ο (AM γυναικείος, α, ον Α και γυναικήιος, η, ον Μ και γυναικείος, α, ον) Ι. 1. αυτός που ανήκει σε γυναίκα ή προορίζεται γι αυτήν 2. αυτός που ταιριάζει σε γυναίκα αρχ. θηλυπρεπής II. (το θηλ. εν. ως ουσ.) ἡ γυναικηΐη αρχ. ο… … Dictionary of Greek